ΤΟ ΣΚΑΚΙΣΤΙΚΟ ΧΡΟΝΟΜΕΤΡΟ

CHS: DGT 2010 CHESS CLOCK

Παλιά, καθένας μπορούσε να σκεφτεί όσο ήθελε. Σε φιλικούς αγώ­νες αυτό δεν είχε καμία σημασία, γιατί συνήθως τελείωναν γρήγορα.Όταν όμως οι άνθρωποι άρχισαν να παίρνουν το σκάκι πιο σοβαρά, πολλοί ήθελαν να σκεφτούν ώρες ολόκληρες. Τότε δεν ήταν σπάνιο μια παρτίδα να διακόπτε­ται, ώστε να κοιμηθούν οι δύο αντίπαλοι και να συνεχιστεί την άλλη μέρα. Αυτή η συνήθεια εξαλείφθηκε στο τέλος του 20ού αιώνα, εξαιτίας της ποιοτικής εξέ­λιξης των προγραμμάτων για ηλεκτρο­νικούς υπολογιστές, αφού ο καθένας θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσει για να βοηθηθεί στην επιλογή των κινήσεων που θα ακολουθούσαν μετά τη διακοπή της παρτίδας.

Τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε κανένας χρονικός περιορισμός, οπότε ορισμένοι παίκτες προσπαθούσαν να εξαντλήσουν τους αντιπάλους τους με πολύω­ρη σκέψη για μια κίνηση.Υπάρ­χουν αναφορές ότι κόποιοι ιδιαί­τερα αργοί σκακιστές δαπάνη­σαν 11 ώρες για μία κίνηση! Το ρεκόρ μετά το 1870 κατέχει ο Πορτογάλος Francisco R. Torres Trois, που στην παρτίδα του το 1980 εναντιον του Luis M.C.P. Santos στο Βίγκο της Ισπανίας σκέφτηκε 2 ώρες και 20' για την 7η κίνησή του (το όριο σκέψης τότε ή­ταν 2% ώρεςγια 40 κινήσεις).

Η πρώτη επίσημη σκακιστική συνά­ντηση στην οποία υπήρχε όριο χρόνου σκέψης ήταν το ματς Anderssen-Kolisch, το 1861. Κάθε παίκτης διέθετε 2 ώρες για 24 κινήσεις, αλλά η κλεψύδρα που μετρούσε τον χρόνο αποδείχθηκε δύσχρηστη και αποσπούσε την προσοχή τους. Αυτή η κατάσταση οδήγησε στην εφεύρεση του σκακιού χρονομέτρου, χάρη στο οποίο υπολογίζεται ο συνολι­κός χρόνος σκέψης κάθε παίκτη.

Πρόκεπαι για έναν πολύ απλό μηχα­νισμό, όπου δύο ρολόγια είναι ενωμένα στην ίδια συσκευή. Δεν μπορούν ποτέ να δουλεύουν και τα δύο μαζί, όμως το καθένα τους ξεκινάει και σταματάει ό­πως κάθε άλλο χρονόμετρο πατώντας ένα κουμπί.

Το διπλό σκακιστικό ρολόι τοποθετεί­ται έτσι που το ένα ρολόι να βρίσκεται από την παράταξη των λευκών και το άλλο από την παράταξη των μαύρων. Πριν από την πρώτη κίνηση, τα μαύρα ενεργοποιούν το χρονόμετρο των λευ­κών που αρχίζουν να σκέφτονται. Μόλις παίξουν, τα λευκά σταματάνε το δικό τους χρονόμετρο και ταυτόχρονα ενερ­γοποιούν το αλλο, ενέργεια που επανα­λαμβάνουν τα μαύρα με τη σειρά τους. Η παρτίδα συνεχίζεται με τον ίδιο τρό­πο, κίνηση προς κίνηση, υπολογίζοντας στο τέλος πόσο χρόνο ξόδεψε ο καθέ­νας για όλες τις κινήσεις μαζί.

Δεν έχει καμία σημασία για το αποτέ­λεσμα της παρτίδας ποιος παίκτης ξό­δεψε περισσότερο χρόνο για σκέψη, α­παγορεύεται όμως να σκεφτεί κανείς παραπάνω από ένα συμφωνημένο όριο. Στις επίσημες συναντήσεις, αυτό είναι συνήθως 3 λεπτά της ώρας για κάθε κί­νηση, κατά μέσο όρο όμως και όχι για κάθε ξεχωριστή κίνηση. Επειδή μερικές θέσεις είναι ιδιαίτερα δύσκολες και απαι­τούν πολλή σκέψη, στην κάθε παράταξη δίνονται συνολικά 2 ώρες για 40 κινή­σεις είναι στην ευχέρεια κάθε αντιπά­λου να αποφασίσει σε ποια κίνηση θα παίξει γρήγορα και σε ποια θα σκεφτεί αρκετά. Ορισμένες επιλογές μπορούν να γίνουν εύκολα, π.χ. όταν απειλείται ο Ρ και υπάρχει μόνο ένας τρόπος να εξουδετερωθεί η απειλή, κάθε ισχυρός παίκτης δεν θα ξοδέψει περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όμως, μπορεί να δαπανηθεί περισσότερη από μισή ώρα σκέψης.

Μετά την 40ή κίνηση, μπορεί να δοθεί από μια ώρα σε κάθε αντίπαλο είτε για την υπόλοιπη παρτίδα είτε για τις επό­μενες 20 κινήσεις και μετά ξανά άλλο τόσο κ.ο.κ. Αν περάσει ο προκαθορι­σμένος χρόνος και δεν έχει γίνει ο συμφωνημένος αριθμός κινήσεων, τότε η παράταξη που παρέβη πρώτη τη συμ­φωνία χάνει αυτόματα την παρτίδα, εφόσον όμως ο αντίπαλος στρατός διαθέτει επαρκές υλικό για να πραγματοποιήσει ματ (έστω και μόνο ένα πιόνι που μπορεί να προαχθεί)

Χάρη στο σκακιστικό χρονόμετρο, οι δύο αντίπαλοι έχουν στη διάθεσή τους ίδιο χρόνο σκέψης. Έτσι, οι περισσότε­ρες επίσημες παρτίδες υψηλού επιπέ­δου κρατάνε 30-50 κινήσεις και 3-5 ώρες. Μπορεί όμως να παίξει κανείς πιο γρή­γορα, περιορίζοντας από την αρχή το χρόνο σκέψης. Πολύ συνηθισμένη δια­σκέδαση ισχυρών σκακιστών είναι το «μπλιτς», δηλαδή πολύ γρήγορο παιχνί­δι όπου κάθε παράταξη έχει μόλις πέντε λεπτά για ολόκληρη την παρτίδα, που γι' αυτό αποκλείεται να διαρκέσει πάνω από 10' συνολικά! (Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη «blitz», που ση­μαίνει «κεραυνός».) Το μπλιτς απαιτεί ταχύτητα αντίληψης και εξαιρετικά γρή­γορα ανακλαστικά, οπότε μπορεί κανείς να είναι καλός στο «κανονικό» σκάκι και μέτριος στο μπλιτς ή το αντίθετο οι γρήγορες αλλαγές στην εξέλιξη της παρ­τίδας δεν επιτρέπουν τη χάραξη βαθυ­στόχαστης μακροπρόθεσμης στρατηγι­κής. Έτσι το μπλιτς είναι συναρπαστικό για τους θεατές, ενώ μπορεί να διεξαχθεί ολόκληρο τουρνουά στη διάρ­κεια μιας μόνο ημέρας.

Μια ενδιάμεση κατάσταση είναι το λε­γόμενο «γρήγορο» σκάκι (ο διεθνής όρος είναι «rapid»), στο οποίο υπάρχει σαφής περιορισμός του χρόνου σκέψης, αλλό όχι τόσο μεγόλος όπως στο μπλιτς: συ­νήθως κόθε αντίπαλος διαθέτει 30' για ολόκληρη την παρτίδα, η οποία έτσι έχει μέγιστο όριο διόρκειας 1 ώρα. Όπως και σε κανονικούς επίσημους αγώνες, η υπέρβαση του ορίου σκέψης συνεπόγεται μηδενισμό (εφόσον η αντίπαλη πα­ράταξη διατηρεί την ευχέρεια να κάνει ματ). Η δημοτικότητα του γρήγορου σκακιού αυξάνει συνεχώς, κυρίως ανάμεσα σε ερασιτέχνες που δεν διαθέτουν αρ­κετό χρόνο να συμμετάσχουν σε τουρ­νουά με συνηθισμένο όριο σκέψης.

Βέβαια, με αισθητά μειωμένο χρόνο σκέψης δεν μπορούν να παιχτούν παρ­τίδες υψηλού επιπέδου: συνήθως παρουσιόζουν ενδιαφέρουσες φάσεις αλλά, πολύ συχνά, και σοβαρότατα λάθη. Επειδή στο σκάκι οι κινήσεις που παίζο­νται σπάνια είναι ανεξάρτητες μεταξύ τους, όπως π.χ. μπορούν να είναι οι ξε­χωριστοί πάντοι στην ανπσφαίριση, αλλά συνδέονται με μια αλληλουχία λο­γικών επιχειρημάτων και εργασιών, μια παρτίδα με αργά χρόνο σκέψης έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να παι­χτεί σε υψηλό επίπεδο και από τους δύο αντιπόλους. Κατ' επέκταση, θα έχει και πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον η αναπα- ράστασή της σε άλλο τόπο και χρόνο, όπως συμβαίνει και με έργα τέχνης.

Ιδιαίτερα σημαντική εξέλιξη στο αγω­νιστικό σκόκι είναι τα ηλεκτρονικό χρο­νόμετρα, τα οποία προσφέρουν πολύ περισσότερες εναλλακτικές δυνατότη­τες κατανομής του χρόνου σκέψης. Μια ιδέα που έχει ήδη δοκιμαστεί αρκετό (και στην Ελλόδα) είναι να έχει κάθε παίκτης 90' για ολόκληρη την παρτίδα και επιπλέον να προστίθενται αυτόματα 30” στο χρονόμετρά του για κάθε κίνη­ση που παίζει. Αυτό σημαίνει ότι ο μέ­σος όρος διόρκειας μιας παρτίδας μι­κραίνει κάπως, σε σύγκριση με τους πιο παραδοσιακούς «αργούς» αγώνες, αλ­λά και ότι στο τελικό της στάδιο είναι πολύ πιο εύκολο να διαπραχθούν σημα­ντικά λάθη. Γι' αυτό, η τάση στις αρχές του 21ου αιώνα είναι να δημιουργηθεί μια νέα ισορροπία ανόμεσα στο επιθυ­μητό και στο εφικτό .

Απο το βιβλίο του Ηλία Κουρκουνάκη "Σκακι για αρχαριους και οχι μονο"